Χθες άναψα μια μεγάλη λάμπα στο τραπέζι.
(...)
Το ίδιο τραπέζι, είπε ο γέρος, γράφει ο Πέτερ Μπίξελ, οι καρέκλες, το κρεβάτι, ο πίνακας. Και το τραπέζι το λέω τραπέζι τον πίνακα, πίνακα το κρεβάτι το λένε κρεβάτι και την καρέκλα, καρέκλα. Τώρα θ' αλλάξουν τα πράγματα, είπε ο γέρος, γράφει ο Πέτερ Μπίξελ, κι απ' αυτή τη στιγμή έλεγε το κρεβάτι πίνακα και την καρέκλα ξυπνητήρι. Σηκώθηκε, ντύθηκε και κάθισε στο ξυπνητήρι, ακουμπώντας τα χέρια του στο τραπέζι. Αλλά το τραπέζι δεν λεγόταν τραπέζι, λεγόταν χαλί. Το πρωί σηκωνόταν λοιπόν απ' τον πίνακα και καθόταν στο ξυπνητήρι, κοντά στο χαλί. Το κρεβάτι το έλεγε πίνακα το τραπέζι, χαλί την καρέκλα, ξυπνητήρι την εφημερίδα, κρεβάτι τον καθρέφτη, καρέκλα το ξυπνητήρι, άλμπουμ την ντουλάπα, εφημερίδα το χαλί, ντουλάπα τη φωτογραφία, τραπέζι το άλμπουμ, καθρέφτη. Το πρωί, λοιπόν, γράφει ο Πέτερ Μπίξελ, ο γέρος καθόταν στον πίνακα στις εννέα χτυπούσε το άλμπουμ, πατούσε στην ντουλάπα για να μην κρυώνουν τα πόδια του, έβγαζε τα ρούχα του από την εφημερίδα, ντυνόταν και καθόταν στο ξυπνητήρι κοντά στο χαλί, ξεφυλλίζοντας τον καθρέφτη μέχρι να βρει το τραπέζι της μάνας του.
(...)
Χθες άναψα μια μεγάλη λάμπα στο τραπέζι. Την άφησα να καίει ώσπου πήγα να ξαπλώσω. Όταν ξύπνησα δεν ήξερα αν είχε ξημερώσει ή αν ήταν νύχτα, ή αν είχα δει ένα όνειρο.
(...)
Η γλώσσα μου έγινε κινούμενη άμμος.
(...)
Όταν άρχισε η πείνα, κόντευε να ξημερώσει. Δεν πρέπει να είχα κοιμηθεί πάνω από δύο ώρες. Είχα ξαπλώσει το πρωί. Ξύπνησα από την πείνα. Μπαίνοντας στην κουζίνα, έψαξα τα ντουλάπια ένα ένα: έβγαλα ένα πακέτο φρυγανιές - Κύριος οίδεν από πότε άνοιξα το ψυγείο και βρήκα κάτι πίκλες, ένα βαζάκι φουά γκρα και λίγο μπρικ. Κάθισα στο τραπέζι κι έτρωγα χωρίς να έχω συναίσθηση του τι ακριβώς κάνω και τι τρώγω. Το στομάχι μου είχε αρχίσει να ξινίζει. Μόλις ξημέρωσε έπεσα με το κεφάλι πίσω στην καρέκλα. Από το παράθυρο άκουσα το σύρσιμο της γάτας, ή νόμισα ότι άκουσα τη γάτα.
Rockaby.
Αποσπάσματα από το βιβλίο PLAYBACK / Συγγραφέας: Θάνος Σταθόπουλος